συγκληροδόχος

συγκληροδόχος
ο, Ν
αυτός που μετέχει στην ίδια κληροδοσία με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κληροδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιονίους Κώδικας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”